εκφραστικός

εκφραστικός
[экфрастикос] επ выразительный.

Эллино-русский словарь. 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "εκφραστικός" в других словарях:

  • ἐκφραστικός — descriptive masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκφραστικός — ή, ό (Α ἐκφραστικός, ή, όν) ο αναφερόμενος στην έκφραση, ο ικανός να εκφράζεται ζωηρά, περιγραφικός, αυτός που καθρεφτίζει τον εσωτερικό, ψυχικό κόσμο («εκφραστικό πρόσωπο, βλέμμα, κίνηση, κ.λπ.») αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐκφραστικόν η δύναμη τής… …   Dictionary of Greek

  • εκφραστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο ικανός να εκφράζει κάτι καλά. 2. που καθρεφτίζει έντονο ψυχικό κόσμο: Έχει εκφραστικά μάτια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐκφραστικόν — ἐκφραστικός descriptive masc acc sg ἐκφραστικός descriptive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκφραστικῆς — ἐκφραστικός descriptive fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκφραστική — ἐκφραστικός descriptive fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκφραστικήν — ἐκφραστικός descriptive fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκφραστικῶς — ἐκφραστικός descriptive adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γάγγραινα — Νέκρωση ποικίλης έκτασης μιας περιοχής του σώματος, που παρουσιάζει επιπλοκή από την εγκατάσταση μικροβίων. Διακρίνεται σε γ. ξηρή και υγρή. Η πρώτη εμφανίζεται στα άκρα και οφείλεται στην παρεμπόδιση της τοπικής αιμάτωσης εξαιτίας της… …   Dictionary of Greek

  • εμφαντικός — ή, ό (Α ἐμφαντικός, ή, όν) 1. αυτός που έχει την ιδιότητα να καθιστά κάτι τελείως εμφανές, παραστατικός, εκφραστικός, εναργής 2. ζωηρός, έντονος, υπογραμμισμένος αρχ. 1. δηλωτικός, ενδεικτικός 2. εκφραστικός. επίρρ... εμφαντικώς, ά με τρόπο… …   Dictionary of Greek

  • άπριγδα — ἄπριγδα επίρρ. (Α) απρίξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. εκφραστικός, σύνθετος από α επιτατικό και πρίω «πριονίζω». Παράλληλος τ. απρίξ*] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»